- πικραίνω
- 1) aigrir2) attrister
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πικραίνω — πικραίνω, πίκρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πικραίνω — make sharp pres subj act 1st sg πικραίνω make sharp pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) … Dictionary of Greek
πικραίνω — πίκρανα, πικράθηκα, πικραμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι πικρό: Το πίκρανες το λικέρ με το πικραμύγδαλο που έβαλες. 2. μτφ., λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον: Τα παιδιά πολλές φορές πικραίνουν αδικαιολόγητα τους γονείς. 3. αμτβ., γίνομαι πικρός: Κάηκε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικραίνεσθε — πικραίνω make sharp pres imperat mp 2nd pl πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd pl πικραίνω make sharp imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικραινομένων — πικραίνω make sharp pres part mp fem gen pl πικραίνω make sharp pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικραινόμενον — πικραίνω make sharp pres part mp masc acc sg πικραίνω make sharp pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικραινόντων — πικραίνω make sharp pres part act masc/neut gen pl πικραίνω make sharp pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρανεῖ — πικραίνω make sharp fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρανοῦσι — πικραίνω make sharp fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικραίνει — πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd sg πικραίνω make sharp pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)